- αποφυγή
- ητο να αποφεύγει κανείς κάτι ή να ξεφεύγει, να γλιτώνει από κάτι: Είχε ως αρχή την αποφυγή των προστριβών με τους συγγενείς του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀποφυγῇ — ἀποφυγή escape fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφυγή — escape fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποφυγή — η (AM ἀποφυγή) [αποφεύγω] το να αποφεύγει κάποιος κάτι αρχ. 1. μέρος όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια 2. δικαιολογία, πρόφαση, υπεκφυγή … Dictionary of Greek
ἀποφύγῃ — ἀποφεύγω flee from aor subj mp 2nd sg ἀποφεύγω flee from aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφυγῆι — ἀποφυγῇ , ἀποφυγή escape fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφύγηι — ἀποφύγῃ , ἀποφεύγω flee from aor subj mp 2nd sg ἀποφύγῃ , ἀποφεύγω flee from aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφυγαῖς — ἀποφυγή escape fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφυγαί — ἀποφυγή escape fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφυγῆς — ἀποφυγή escape fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφυγήν — ἀποφυγή escape fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)